Michael Neuhold Homepage
Startseite > Altgriechische Grammatik > Verba auf -μι mit Präsensreduplikation

Verba auf -μι mit Präsensreduplikation


Die Verba auf -μι haben im Präsensstamm - von einzelnen Analogiebildungen zu den Verba auf abgesehen - keinen Bindevokal zwischen Verbalstamm und Personalendung. (Das η/ω im Konj. ist Moduskennzeichen.) Die meisten Verba haben einen kurzen und einen langen Stamm (Stammabstufung). Im Aktiv wechselt der Stamm des Ind. Präs. zwischen Sg. (lang) und Pl. (kurz), der Konj. ist vom langen Stamm gebildet, die übrigen Formen (wieder abgesehen von ein paar Einzelformen) vom kurzen. Das Mediopassiv hat nur den kurzen Stamm.

Eine Gruppe von Verba sind die mit Präs.-Reduplikation gebildeten vier δί-δω-μι, τί-θη-μι, ἵ-η-μι (< jι-jη-μι), ἵ-στη-μι (< σι-στη-μι), sowie die nach letzterem konjugierenden Verba. Der Aor.-Stamm von δίδωμι, τίθημι, ἵημι ist im Ind. Sg. um ein κ erweitert.

Fut. Akt. und Perf. Akt. werden vom langen Stamm, Aor. Pass. und Perf. Pass. vom kurzen Stamm gebildet. Neben den "regelmäßigen" Formen gibt es auch einige Analogiebildungen zu den Verba (contracta) auf (insbes. Opt. mit οι). Gelegentlich kommen auch Konj. und Opt. mit zurückgezogenem Akzent vor (τίθηται statt τιθῆται u.ä.).

Das σ der Endungen -σαι, -σο ist im Präs.-Stamm im Ind. Präs., Imperf. und Imptv. meist erhalten, im Aor. mit Ausnahme der Form εἷσο geschwunden.

Homer hat Konj. mit kurzem Bindevokal δώ-ο-μεν, θή-ο-μεν στή-ο-μεν und aus diesen durch Metathesis quantitatum θέωμεν, στέωμεν.

(Eine zweite Gruppe von Verba bilden die mit der Nasalerweiterung νυ (daher auch Verba auf -νυμι genannt). Die dritte Gruppe sind die Wurzelpräsentien, bei denen der Präs.-Stamm gleich dem Verbalstamm ist.)

δι-δω/δι-δο geben

Indikativ Präsens Imperfekt Konjunktiv Optativ Imperativ Infinitiv, Partizip
Aktiv
1.Sg. δί-δω-μι ἐ-δί-δου-ν, -δο-ον δι-δῶ, δι-δώ-ω δι-δοίη-ν
δι-δό-ναι, δι-δό-μεν(αι)
δι-δούς δι-δόντ-ος
δι-δοῦσα δι-δούσης
δι-δόν δι-δόντ-ος
2. δί-δω-ς, δι-δοῖς, δι-δοῖ-σθα ἐ-δί-δου-ς, -δο-ες δι-δῷς, δι-δώ-ῃς δι-δοίη-ς δί-δου, δί-δο-ε
3. δί-δω-σι(ν), δι-δοῖ ἐ-δί-δου, -δο-ε δι-δῷ, δι-δώ-ῃ δι-δοίη δι-δό-τω
1.Pl. δί-δο-μεν ἐ-δί-δο-μεν δι-δῶ-μεν, δι-δώ-ω-μεν δι-δοῖ-μεν, -δοίη-μεν
2. δί-δο-τε ἐ-δί-δο-τε δι-δῶ-τε, δι-δώ-η-τε δι-δοῖ-τε, -δοίη-τε δί-δο-τε
3. δι-δό-ᾱσι(ν), δι-δοῦσι(ν) ἐ-δί-δο-σαν δι-δῶσι(ν), δι-δώ-ωσι(ν) δι-δοῖ-εν, -δοίη-σαν δι-δό-ντων
Medium / Passiv
1.Sg. δί-δο-μαι ἐ-δι-δό-μην δι-δῶ-μαι, -δώ-ω-μαι δι-δοί-μην
δί-δο-σθαι
δι-δό-μενος
δι-δο-μένη
δι-δό-μενον
2. δί-δο-σαι ἐ-δί-δο-σο, -δο-ο δι-δῷ, -δώ-η-αι δι-δοῖ-ο δί-δο-σο, -δο-ο, -δου
3. δί-δο-ται ἐ-δί-δο-το δι-δῶ-ται, -δώ-η-ται δι-δοῖ-το δι-δό-σθω
1.Pl. δι-δό-μεθα ἐ-δι-δό-μεθα δι-δώ-μεθα, -δω-ώ-μεθα δι-δοί-μεθα
2. δί-δο-σθε ἐ-δί-δο-σθε δι-δῶ-σθε, -δώ-η-σθε δι-δοῖ-σθε δί-δο-σθε
3. δί-δο-νται ἐ-δί-δο-ντο δι-δῶ-νται, -δώ-ω-νται δι-δοῖ-ντο δι-δό-σθων
Aorist Präsens Konjunktiv Optativ Imperativ Infinitiv, Partizip
Aktiv
1.Sg. ἔ-δωκ-α δῶ, δώ-ω δοίη-ν
δοῦναι (< *δο-εναι), δό-μεν(αι)
δούς δό-ντος
δοῦσα δούσης
δό-ν δό-ντος
2. ἔ-δωκ-ας δῷς, δώ-ῃς δοίη-ς δό-ς
3. ἔ-δωκ-ε(ν) δῷ, δώ-ῃ, δώ-ῃσι δοίη δό-τω
1.Pl. ἔ-δο-μεν (ἐ-δώκ-αμεν) δῶ-μεν, δώ-ω-μεν δοῖ-μεν, δοίη-μεν
2. ἔ-δο-τε (ἐ-δώκ-ατε) δῶ-τε, δώ-η-τε δοῖ-τε, δοίη-τε δό-τε
3. ἔ-δο-σαν (ἔ-δωκ-αν) δῶ-σι(ν), δώ-ω-σι(ν) δοῖ-εν, δοίη-σαν δό-ντων
Medium
1.Sg. ἐ-δό-μην δῶ-μαι, δώ-ω-μαι δοί-μην
δό-σθαι
δό-μενος
δο-μένη
δό-μενον
2. ἔ-δου, ἔδο-ο δῷ, δώ-η-αι δοῖ-ο δοῦ, δό-ο
3. ἔ-δο-το δῶ-ται, δώ-η-ται δοῖ-το δό-σθω
1.Pl. ἐ-δό-μεθα δῶ-μεθα, δω-ώ-μεθα δοί-μεθα
2. ἔ-δο-σθε δῶ-σθε, δώ-η-σθε δοῖ-σθε δό-σθε
3. ἔδο-ντο δῶ-νται, δώ-ω-νται δοῖ-ντο δό-σθων

Fut. Akt. δώ-σ-ω
Aor. Pass. ἐ-δό-θην
Perf. Akt. δέ-δω-κα
Perf. Pass. δέ-δο-μαι

τι-θη/τι-θε setzen, legen

Indikativ Präsens Imperfekt Konjunktiv Optativ Imperativ Infinitiv, Partizip
Aktiv
1.Sg. τί-θη-μι ἐ-τί-θη-ν, -θει-ν, -θε-εν τι-θῶ, -θή-ω τι-θείη-ν
τι-θέ-ναι, τι-θέ-μεν(αι), τι-θμεν(αι)
τι-θείς τι-θέ-ντος
τι-θεῖσα τι-θείσης
τι-θέν τι-θέ-ντος
2. τί-θη-ς, τί-θη-σθα, τι-θεῖς ἐ-τί-θει-ς, -θε-ε-ς τι-θῇς, -θή-ῃς τι-θείη-ς τί-θει, -θε-ε
3. τί-θη-σι(ν), τι-θεῖ ἐ-τί-θει, -θε-ε τι-θῇ, -θή-ῃ τι-θείη τι-θέ-τω
1.Pl. τί-θε-μεν ἐ-τί-θε-μεν τι-θῶ-μεν, -θή-ω-μεν τι-θεῖ-μεν, -θείη-μεν
2. τί-θε-τε ἐ-τί-θε-τε τι-θῆ-τε, -θή-η-τε τι-θεῖ-τε, -θείη-τε τί-θε-τε
3. τι-θέ-ασι(ν), τι-θεῖσι(ν) ἐ-τί-θε-σαν, -θε-ν τι-θῶσι(ν), -θή-ω-σι(ν) τι-θεῖ-εν, -θείη-σαν τι-θέ-ντων
Medium / Passiv
1.Sg. τί-θε-μαι ἐ-τι-θέ-μην τι-θῶ-μαι, -θή-ω-μαι τι-θεί-μην
τί-θε-σθαι
τι-θέ-μενος, τι-θ-μενος
τι-θε-μένη
τι-θέ-μενον
2. τί-θε-σαι ἐ-τί-θε-σο, -θε-ο τι-θῇ, -θή-η-αι τι-θεῖ-ο τί-θε-σο, -θε-ο, -θου
3. τί-θε-ται ἐ-τί-θε-το τι-θῆ-ται, -θή-η-ται τι-θεῖ-το (τι-θοῖ-το) τι-θέ-σθω
1.Pl. τι-θέ-μεθα ἐ-τι-θέ-μεθα τι-θώ-μεθα, -θη-ώ-μεθα τι-θεί-μεθα
2. τί-θε-σθε ἐ-τί-τε-σθε τι-θῆ-σθε, -θή-η-σθε τι-θεῖ-σθε τί-θε-σθε
3. τί-θε-νται ἐ-τί-θε-ντο τι-θῶ-νται, -θή-ω-νται τι-θεῖ-ντο τι-θέ-σθων
Aorist Präsens Konjunktiv Optativ Imperativ Infinitiv, Partizip
Aktiv
1.Sg. ἔ-θηκ-α θῶ, θή-ω θείη-ν
θεῖναι (< *θε-εναι), θέ-μεν(αι)
θείς θέ-ντος
θεῖσα θείσης
θέ-ν θέ-ντος
2. ἔ-θηκ-ας θῇς, θή-ῃς θείη-ς θέ-ς
3. ἔ-θηκ-ε(ν) θῇ, θή-ῃ θείη θέ-τω
1.Pl. ἔ-θε-μεν (ἐ-θήκ-αμεν) θῶ-μεν, θή-ω-μεν θεῖ-μεν, θείη-μεν
2. ἔ-θε-τε θῆ-τε, θή-η-τε θεῖ-τε, θείη-τε θέ-τε
3. ἔ-θε-σαν (ἔ-θηκ-αν) θῶσι(ν), θή-ωσι(ν) θεῖ-εν, θείη-σαν θέ-ντων
Medium
1.Sg. ἐ-θέ-μην θῶ-μαι, θή-ω-μαι θεί-μην
θέ-σθαι
θέ-μενος
θε-μένη
θέ-μενον
2. ἔ-θου, ἔ-θε-ο θῇ, θή-η-αι θεῖ-ο θοῦ, θέ-ο
3. ἔ-θε-το θῆ-ται, θή-η-ται θεῖ-το (θοῖ-το) θέ-σθω
1.Pl. ἐ-θέ-μεθα θώ-μεθα, θη-ώ-μεθα θεί-μεθα (θοί-μεθα)
2. ἔ-θε-σθε θῆ-σθε, θή-η-σθε θεῖ-σθε θέ-σθε
3. ἔ-θε-ντο θῶ-νται, θή-ω-νται θεῖ-ντο (θοῖ-ντο) θέ-σθων

Fut. Akt. θή-σ-ω
Aor. Pass. ἐ-τε-θην (Hauchdissimilation!)
Perf. Akt. τέ-θη-κα oder τέ-θει-κα (Analogiebildung zu εἷ-κα)
Perf. Pass. selten τέ-θει-μαι, stattdessen meist κεῖμαι liegen

ἱη/ἱε senden

Indikativ Präsens Imperfekt Konjunktiv Optativ Imperativ Infinitiv, Partizip
Aktiv
1.Sg. ἵ-η-μι (ῐ) ἵ-ει-ν, ἵ-ε-ε-ν (ῑ) ἱ-ῶ, ἱ-ή-ω ἱ-είη-ν
ἱ-έ-ναι, ἱ-έ-μεν(αι)
ἱ-είς ἱ-έ-ντος
ἱ-εῖσα ἱ-είσης
ἱ-ε-ν ἱ-έ-ντος
2. ἵ-η-ς, ἱ-εῖς ἵ-ει-ς, ἵ-ε-ε-ς ἱ-ῇς, ἱ-ή-ῃς ἱ-είη-ς ἵ-ει, ἵ-ε-ε
3. ἵ-η-σι(ν), ἱ-εῖ ἵ-ει, ἵ-ε-ε ἱ-ῇ, ἱ-ή-ῃ ἱ-είη ἱ-έ-τω
1.Pl. ἵ-ε-μεν ἵ-ε-μεν ἱ-ῶ-μεν,ἱ-ή-ω-μεν ἱ-εῖ-μεν, -είη-μεν (ἱ-οῖ-μεν)
2. ἵ-ε-τε ἵ-ε-τε ἱ-ῆ-τε, ἱ-ή-η-τε ἱ-εῖ-τε, -είη-τε (ἱ-οῖ-τε) ἵ-ε-τε
3. ἱ-ᾶσι(ν), ἱ-έ-ασι(ν), ἱ-εῖσι(ν) ἵ-ε-σαν, ἵεν ἱ-ῶσι(ν), ἱ-ή-ωσι(ν) ἱ-εῖ-εν, -είη-σαν (ἱ-οῖ-εν) ἱ-έ-ντων
Medium / Passiv
1.Sg. ἵ-ε-μαι ἱ-έ-μην ἱ-ῶ-μαι, ἱ-ή-ω-μαι ἱ-εί-μην
ἵ-ε-σθαι
ἱ-έ-μενος
ἱ-ε-μένη
ἱ-έ-μενον
2. ἵ-ε-σαι ἵ-ε-σο, ἵ-ε-ο ἱ-ῇ, ἱ-ή-η-αι ἱ-εῖ-ο ἵ-ε-σο, ἵ-ε-ο, ἵου
3. ἵ-ε-ται ἵ-ε-το ἱ-ῆ-ται, ἱ-ή-η-ται ἱ-εῖ-το ἱ-έ-σθω
1.Pl. ἱ-έ-μεθα ἱ-έ-μεθα ἱ-ώ-μεθα, ἱ-η-ώ-μεθα ἱ-εί-μεθα
2. ἵ-ε-σθε ἵ-ε-σθε ἱ-ῆ-σθε, ἱ-ή-η-σθε ἱ-εῖ-σθε ἵ-ε-σθε
3. ἵ-ε-νται ἵ-ε-ντο ἱ-ῶ-νται, ἱ-ή-ω-νται ἱ-εῖ-ντο (ἱ-οῖ-ντο) ἱ-έ-σθων
Aorist Präsens Konjunktiv Optativ Imperativ Infinitiv, Partizip
Aktiv
1.Sg. ἧκ-α, ἕ-ηκ-α ὧ, ἥ-ω εἵη-ν
εἷναι (< *ἑ-εναι), ἕ-μεν(αι)
εἵς ἕ-ντος
εἷσα εἵσης
ἑ-ν ἕ-ντος
2. ἧκ-ας, ἕ-ηκ-ας ᾗς, ἥ-ῃς εἵη-ς ἕ-ς
3. ἧκ-ε(ν), ἕ-ηκ-ε(ν) ᾗ, ἥ-ῃ εἵη ἕ-τω
1.Pl. εἷ-μεν, ἕ-ε-μεν (< ἐ-jε-μεν) ὧ-μεν, ἥ-ω-μεν εἷ-μεν, εἵη-μεν
2. εἷ-τε, ἕ-ε-τε ἧ-τε, ἥ-η-τε εἷ-τε, εἵη-τε ἕ-τε
3. εἷ-σαν, ἕ-ε-σαν (ἧκ-αν) ὧσι(ν), ἥ-ωσι(ν) εἷ-εν, εἵη-σαν ἕ-ντων
Medium
1.Sg. εἵ-μην, ἑ-έ-μην ὧ-μαι, ἥ-ω-μαι εἵ-μην
ἕ-σθαι
ἕ-μενος
ἑ-μένη
ἕ-μενον
2. εἷ-σο, ἕ-ε-σο ᾗ, ἥ-η-αι εἷ-ο οὗ, ἕ-ο
3. εἷ-το, ἕ-ε-το ἧ-ται, ἥ-η-ται εἷ-το (οἷ-το) ἕ-σθω
1.Pl. εἵ-μεθα, ἑ-έ-μεθα ὥ-μεθα, ἡ-ώ-μεθα εἵ-μεθα
2. εἷ-σθε, ἕ-ε-σθε ἧ-σθε, ἥ-η-σθε εἷ-σθε ἕ-σθε
3. εἷ-ντο, ἕ-ε-ντο (ἥκ-αντο) ὧ-νται, ἥ-ω-νται εἷ-ντο (οἷ-ντο) ἕ-σθων

Fut. Akt. ἥ-σ-ω
Aor. Pass. εἵ-θη-ν, ἑ-έ-θη-ν, Konj. ἑ-θῶ
Perf. Akt. εἷ-κα (statt ἧ-κα, nach dem Pass. εἷ-μαι)
Perf. Pass. εἷ-μαι (< *jε-jε-μαι)

ἱστη/ἱστα stellen

Indikativ Präsens Imperfekt Konjunktiv Optativ Imperativ Infinitiv, Partizip
Aktiv
1.Sg. ἵ-στη-μι (ῐ) ἵ-στη-ν (ῑ) ἵ-στῶ, ἵ-στή-ω ἱ-σταίη-ν
ἱ-στά-ναι, ἱ-στά-μεν(αι)
ἱ-στάς ἱ-στά-ντος
ἱ-στᾶσα ἱ-στάσης
ἱ-στά-ν ἱ-στά-ντος
2. ἵ-στη-ς ἵ-στη-ς ἵ-στῇς, ἵ-στή-ῃς ἱ-σταίη-ς ἵ-στη, ἵ-στα
3. ἵ-στη-σι(ν) ἵ-στη ἵ-στῇ, ἵ-στή-ῃ ἱ-σταίη ἵ-στά-τω
1.Pl. ἵ-στα-μεν ἵ-στα-μεν ἵ-στῶ-μεν, ἵ-στή-ω-μεν ἱ-σταῖ-μεν, -σταίη-μεν
2. ἵ-στα-τε ἵ-στα-τε ἵ-στῆ-τε, ἵ-στή-η-τε ἱ-σταῖ-τε, -σταίη-τε ἵ-στα-τε
3. ἵ-στᾶσι(ν), ἱ-στά-ασι(ν) ἵ-στα-σαν ἵ-στῶσι(ν), ἵ-στή-ω-σι(ν) ἱ-σταῖ-εν, -σταίη-σαν ἱ-στά-ντων
Medium / Passiv
1.Sg. ἵ-στα-μαι (ῐ) ἱ-στά-μην (ῑ) ἱ-στῶ-μαι, ἱ-στή-ω-μαι ἱ-σταί-μην
ἵ-στα-σθαι
ἱ-στά-μενος
ἱ-στα-μένη
ἱ-στά-μενον
2. ἵ-στα-σαι ἵ-στα-σο ἱ-στῇ, ἱ-στή-η-αι ἱ-σταῖ-ο ἵ-στα-σο, ἵ-στα-ο, ἵ-στω
3. ἵ-στα-ται ἵ-στα-το ἱ-στῆ-ται, ἱ-στή-η-ται ἱ-σταῖ-το ἱ-στά-σθω
1.Pl. ἱ-στά-μεθα ἱ-στά-μεθα ἱ-στώ-μεθα, ἱ-στη-ώ-μεθα ἱ-σταί-μεθα
2. ἵ-στα-σθε ἵ-στα-σθε ἱ-στῆ-σθε, ἱ-στή-η-σθε ἱ-σταῖ-σθε ἵ-στα-σθε
3. ἵ-στα-νται ἵ-στα-ντο ἱ-στῶ-νται, ἱ-στή-ω-νται ἱ-σταῖ-ντο ἱ-στά-σθων

ἵστημι bildet einen regelmäßigen schwachen Aor. Für das intr. Medium gibt es einen Wurzelaor. und ein Perf. (mit Formen des Wurzelperfekts, von dem ein sigmatisches Fut. ex. gebildet wird.

Präsens Bedeutung Futur Aorist Perfekt
ἵστημι Akt. ich stelle στή-σ-ω ἔ-στη-σ-α
ἵσταμαι Med. trans. ich stelle für mich στή-σ-ομαι ἐ-στη-σά-μην
Med. intr. ich stelle mich, ich trete ἔ-στη-ν ἕ-στη-κα ich stehe, Fut. ex. ἑστήξω ich werde stehen
Pass. ich werde gestellt στα-θή-σ-ομαι ἐ-στά-θη-ν

Im Präs.-Stamm wie ἵστημι flektieren auch:

Doch ziehen sie (außer πίμπλημι und πίμπρημι) im Konj. und Opt. den Akzent zurück (δύν-ω-μαι, δύναι-το) und kontrahieren -α-σο zu (ἐ-δύνω). (Nur die ersten drei sind mit Präsensreduplikation gebildet, die übrigen sind daher eigentlich Wurzelpräsentien.)


Autor: Michael Neuhold (E-Mail-Kontakt)
Letzte Änderung: 1. Apr. 2021